Στις 9 Ιουλίου 2014 το High Court of Justice του Ηνωμένου βασιλείου εξέδωσε απόφαση αναγνωρίζοντας το δικαίωμα αποζημίωσης, ύψους £132 εκατομμυρίων, 14 εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα των φωτοβολταϊκών για τις ζημίες που υπέστησαν από τις αναδρομικές μειώσεις και αλλαγές στο σύστημα Feed-in-Tariff (FiT) που είχαν ανακοινωθεί από το Βρετανικό Υπουργείο Ενέργειας τον Οκτώβριο του 2011.
Το Δικαστήριο, εν προκειμένω, έκρινε ότι οι συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, στο μέτρο που έχουν ήδη υπογραφεί και δημιουργήσει έννομα δικαιώματα προσδοκίας των παραγωγών σε συνδυασμό με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων, εμπίπτουν στην έννοια της «περιουσίας», όπως αυτή οριοθετείται και προστατεύεται από το άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το αγγλικό Δικαστήριο τόνισε ότι οι αναδρομικές περικοπές στις εγγυημένες τιμές πώλησης ενέργειας συνιστούν παράνομη παρέμβαση σε ήδη συναφθείσες συμβάσεις και επομένως στην περιουσία των παραγωγών, η δε παράνομη αυτή παρέμβαση προκάλεσε σημαντική ζημία των παραγωγών που απέβλεπαν στην υψηλότερη εγγυημένη τιμή, η οποία δεν δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ως εκ τούτου, οι εταιρείες δικαιούνται αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από την παράνομη αυτή κρατική παρέμβαση που είχε ως αποτέλεσμα την εκ των υστέρων υπαγωγή τους σε καθεστώς μειωμένης τιμής πώλησης ενέργειας.
Οι προσφεύγουσες εταιρείες στήριξαν το αίτημα αποζημίωσής τους σε προηγούμενη απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε τo 2012 και επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η εν λόγω απόφαση, είχε κρίνει παράνομη την εφαρμογή της κυβερνητική πρότασης, στο πλαίσιο διαβούλευσης για το μέλλον των φωτοβολταϊκών, που προέβλεπε ότι μειώσεις στο σύστημα Feed-in-Tariff της τάξεως του 50%, που επρόκειτο, σύμφωνα με την αγγλική νομοθεσία, να ισχύσουν μόνο για νέους παραγωγούς, θα ίσχυαν νωρίτερα από την αρχικά ανακοινωθείσα ημερομηνία, προκαλώντας έτσι ζημία σε εν ενεργεία παραγωγούς με ήδη συναφθείσες συμβάσεις που προέβησαν σε σημαντικά έξοδα εγκατάστασης φωτοβολταϊκής μονάδος αποβλέποντας στην υψηλότερη εγγυημένη από τη σύμβασή τους τιμή.
Στην πρόσφατη απόφασή του, το High Court of Justice έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι αυτή ακριβώς η παράνομη παρέμβαση σε συμβάσεις που έχουν ήδη υπογραφεί και είναι δεσμευτικές, με ορίζοντα 25ετίας, γεννά δικαίωμα αποζημίωσης για τους παραγωγούς εκείνους στους οποίους, μετά από ειδοποίηση μόλις έξι εβδομάδων, ανακοινώθηκε ότι εφεξής θα καταβάλλεται η μειωμένη τιμή πώλησης ενέργειας, καθώς θα συμπεριληφθούν αναδρομικά στο νέο καθεστώς που δημιουργήθηκε μετά τη σύναψη των συμβάσεών τους. Όπως σημειώνεται στην απόφαση, οι Άγγλοι δικαστές έλαβαν υπόψη τους το γεγονός ότι το σύστημα της εγγυημένης τιμής Feed-in-Tariff είχε παρουσιαστεί από το αγγλικό Δημόσιο ως μακροπρόθεσμα ισχύον καθεστώς με συγκεκριμένη απόδοση, προκειμένου να δοθούν κίνητρα στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Η δικαστική δικαίωση αυτή των Άγγλων παραγωγών, αν και θεμελιώνεται εν προκειμένω σε διαφορετικά πραγματικά περαστικά, η δε επίμαχη παρέμβαση προφανώς ουδεμία σχέση έχει με την σφοδρότητα της νομοθετικής παρέμβασης που χαρακτηρίζει το ελληνικό “New Deal”, οδηγεί σε χρήσιμα συμπεράσματα και παραλληλισμούς με την περίπτωση της ελληνικής αγοράς ΑΠΕ, στην οποία ο νομοθέτης εισήγαγε πρόσφατα αντίστοιχες περικοπές ανατρέποντας, εκτός των άλλων, το βασικότερο όρο των υπογεγραμμένων συμβάσεων, αυτόν του ύψους του «εγγυημένου» τιμήματος. Όπως καταδεικνύεται από την εν λόγω δικαστική απόφαση, μπορεί να θεωρηθεί ως κοινός δικαϊκός τόπος των δικαιοκρατικών εννόμων τάξεων, υπογεγραμμένες συμβάσεις να μην δύναται νομίμως να ανατραπούν και να τροποποιηθούν μονομερώς, ακόμα κι αν υπάρχει προηγούμενη προειδοποίηση, πολλώ δε, όταν δεν υπάρχει καμία προειδοποίηση ή πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ελλήνων παραγωγών ΑΠΕ.
Η ενδελεχής μελέτη της εν λόγω απόφασης είναι, τέλος, ενδεχομένως πολλαπλώς χρήσιμη και για τον έλληνα δικαστή που θα κληθεί να αντιμετωπίσει αντίστοιχες προσφυγές των ελλήνων παραγωγών. Το κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι ο επιχειρηματολογικός τόπος του λεγόμενου «δημοσίου συμφέροντος» και της «έκτακτης ανάγκης» δεν δύναται να παρέχει εσαεί μια εύκολη και αβασάνιστη καταφυγή για τον δικαστή, παρά μόνο όταν τούτο αιτιολογείται επαρκώς και δικαιολογείται από αντικειμενικά δεδομένα.
Επιμέλεια στήλης: «Μεταξάς & Συνεργάτες – Δικηγόροι & Νομικοί Σύμβουλοι» (www.metaxaslaw.gr)